- πολύεδρος
- -η, -ο / πολύεδρος, -ον, ΝΜΑαυτός που έχει πολλές έδρες, πολλά καθίσματα (α. «πολύεδρη αίθουσα» β. «τὸ ᾠδεῖον πολύεδρον καὶ πολύστυλον», Πλούτ.)νεοελλ.1. το ουδ. ως ουσ. το πολύεδροα) μαθ. στερεό που περικλείεται από επίπεδα πολύγωνα που ονομάζονται έδρεςθ) βιολ. μικροσκοπικό κρυσταλλικό πρωτεϊνικό σωμάτιο το οποίο περικλείει ιό και περιέχεται στα κύτταρα τών εντόμων που έχουν προσβληθεί από πολυέδρωση2. φρ. α) «κανονικό πολύεδρο» — πολύεδρο, τού οποίου οι έδρες είναι ίσα κανονικά πολύγωνα και όλες οι δίεδρες ή στερεές γωνίες του είναι ίσεςβ) «κυρτό πολύεδρο» — πολύεδρο που κάθε έδρα του, όταν προεκταθεί, αφήνει το στερεό προς το ίδιο μέρος τηςγ) «ομοιομερές πολύεδρο» — πολύεδρο τού οποίου όλες οι στερεές γωνίες έχουν τον ίδιο αριθμό εδρών και όλες οι έδρες του τον ίδιο αριθμό πλευρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -εδρος (< ἕδρα), πρβλ. εύ-εδρος, πρό-εδρος].
Dictionary of Greek. 2013.